Μενέλαον

Μενέλαον
Μενέλᾱον , Μενέλαος
Abiding-men
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ménélas — Pour les articles homonymes, voir Ménélas (homonymie). Buste en marbre de Ménélas (musée du Vatican …   Wikipédia en Français

  • προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • υποτρέω — και επικ. τ. ὑποτρείω ΜΑ οπισθοχωρώ από φόβο (α. «οὔ πως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι οὐδ ἀναδῡναι», Ομ. Ιλ. β. «οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρέω / τρείω «φοβάμαι, δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”